idoneidade - ορισμός. Τι είναι το idoneidade
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι idoneidade - ορισμός


Idoneidade      
f.
Qualidade daquele ou daquilo que é idóneo.
(Lat. idoneitas)
idoneidade      
sf (lat idoneitate)
1 Qualidade de idôneo.
2 Aptidão, capacidade, competência
I. financeira, Dir: qualidade de quem desfruta de crédito, pela disponibilidade de bens patrimoniais próprios
I. moral, Dir: conjunto de qualidades que distinguem o indivíduo, pela boa prática dos deveres e costumes, dignificando-o no conceito público.
idoneidade      
s.f. (-1615 cf. FeioFesta) qualidade do que ou de quem é idôneo
±
i. financeira
-jur qualidade da pessoa física ou jurídica a quem se reputa capacidade de responder por suas dívidas; qualidade daquele que não deixa de pagar suas dívidas e por isso desfruta de crédito
i. moral
-jur qualidade de quem desfruta de bom nome no meio social que freqüenta, por sua honestidade, boa moral e bons costumes
-etim lat. idóneìtás,átis 'propriedade, conveniência, capacidade'